- μοναχοθυγατέρα
- μοναχοκόρη η единственная дочь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοναχοθυγατέρα — η (Μ μοναχοθυγατέρα) μοναχοκόρη («κ έστοντας να τήν έχουνε μοναχοθυγατέρα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + θυγατέρα] … Dictionary of Greek
μοναχοθυγατέρα — η η μοναχοκόρη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονοθυγατέρα — η (Μ μονοθυγατέρα) μοναχοθυγατέρα, μονοχοκόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θυγατέρα] … Dictionary of Greek